λιθουανική

λιθουανική
Γλώσσα του βαλτικού κλάδου των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Είναι η επίσημη γλώσσα της Λιθουανίας και ομιλείται περίπου από τρία εκατομμύρια άτομα. Είναι συγγενής με τη λετονική και την αρχαία πρωσική, που έχει εξαφανιστεί πια και υπάρχουν ελάχιστα κείμενά της (μεταξύ 14ου και 15ου αι.). Το πρώτο γραπτό κείμενο της λ. χρονολογείται από το 1547 και είναι μετάφραση μιας λουθηρανικής κατήχησης, έργο του Mαρτίνας Mαζβίντας. Παρά την ύπαρξη γραπτών κειμένων, νεότερων σχετικά με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, η λ. προσελκύει από μερικές απόψεις την προσοχή ως γλώσσα έκδηλα συντηρητική, με αρχαϊκά χαρακτηριστικά, που την κάνουν πολύτιμη για τη συγκριτική γλωσσολογική έρευνα της ινδοευρωπαϊκής. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ύπαρξη ελεύθερου μουσικού τόνου με δύο τύπους τονισμού (οξείας και περισπωμένης) που επιτρέπει τη διερεύνηση της φύσης του αρχικού ινδοευρωπαϊκού τόνου. Η λ. έχει επτά πτώσεις ουσιαστικού και διατηρεί τον δυϊκό αριθμό. Παρατηρούνται, εξάλλου, μερικά νεωτεριστικά χαρακτηριστικά, όπως η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση του ουδέτερου γένους και μια αξιοσημείωτη απλοποίηση στις κατηγορίες του ρήματος. Από διαλεκτική άποψη, η γλώσσα, που διαιρείται σε άνω και κάτω λ., φαίνεται αρκετά διασπαρμένη στο εσωτερικό των δύο αυτών παραλλαγών. Μόνο από το 1918 (χρονολογία της ανακήρυξης της λιθουανικής ανεξαρτησίας) η λ. πήρε θέση επίσημης γλώσσας. Κατά το παρελθόν χρησιμοποιούνταν ως επίσημες γλώσσες η λατινική, η ρωσική, η πολωνική και η γερμανική, ενώ τα κείμενα της λιθουανικής φιλολογίας μαρτυρούν γλώσσα συνδεδεμένη με τις τοπικές διαλέκτους των διαφόρων συγγραφέων. Βλ. λ. Λιθουανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • λετονική — Κλάδος της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Η λ. γλώσσα ομιλείται από περίπου 2 εκατ. ανθρώπους και αποτελεί, μαζί με τη λιθουανική και την αρχαία πρωσική (που έχει πια εξαφανιστεί), τον βαλτικό κλάδο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Τα πρώτα κείμενα στη λ.… …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • βαλτικές γλώσσες — Υπο οικογένεια της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Οι β.γ., που αντιπροσωπεύονται από τη λετονική, τη λιθουανική και την αρχαία πρωσική –που έσβησε στο τέλος του 17ου αι. με την ουσιαστική επικράτηση της γερμανικής– αποτελούν έναν ξεχωριστό …   Dictionary of Greek

  • άρδω — ἄρδω (Α) Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω 2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο 3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους β) ποτίζω τη γη II. ( ομαι) 1. (για πρόσωπα) πίνω 2. ποτίζομαι 3. υδρεύομαι 4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία… …   Dictionary of Greek

  • ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… …   Dictionary of Greek

  • αλφάνω — ἀλφάνω (Α) 1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω 2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω 3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. τής Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • κράλης — Σλαβικός τίτλος, αντίστοιχος προς εκείνον του ηγεμόνα ή του βασιλιά. Στα ρωσικά απαντά ως κορόλ, στα πολωνικά ως κρολ, στη γλώσσα των μαγιάρων ως κίραλι και στη λιθουανική ως κοράλιους. Στην παλαιά βορειογερμανική γλώσσα η λέξη απαντά ως charal… …   Dictionary of Greek

  • λιθουανικός — ή, ό [Λιθουανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λιθουανό ή στη Λιθουανία («λιθουανική γλώσσα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”